- αναφωνητής
- ο (θηλ. αναφωνήτρα) (Μ ἀναφωνητής)αυτός που αναγγέλλει το όνομα κάποιου ή ανακηρύσσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναφωνηταί — ἀναφωνητής nomenclator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφωνητάς — ἀναφωνητά̱ς , ἀναφωνητής nomenclator masc acc pl ἀναφωνητά̱ς , ἀναφωνητής nomenclator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)